- ταρταρινισμός
- ο хвастовство, бахвальство (по имени Тартарена)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταρταρινισμός — ο, Ν 1. καυχησιολογία 2. η ιδιότητα τού ψευτοπαληκαρά, ψευτοπαληκαρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταρταρίνος + σμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek